ξενοφωνώ

ξενοφωνώ
ξενοφωνῶ, -έω (Α) [ξενόφωνος]
1. μιλώ ή ηχώ παράξενα
2. λέγω παράξενα, παράδοξα πράγματα
3. παθ. ξενοφωνοῡμαι, -έομαι
α) ακούω παράξενες φωνές («ταράττονται ξενοφωνούμενα», Κύριλλ.)
β) καταπτοούμαι από παράδοξες εκφράσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”